-
1 горизонтальный
-
2 горизонтальный
горизонт||альныйприл ὁριζόντιος. -
3 οριζόντιος
[оризонтиос] εκ. горизонтальный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οριζόντιος
-
4 горизонтальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноοριζόντιος•-ая линия οριζόντια γραμμή.
-
5 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
6 клин
ο σφην, η σφήναпазовый эл. - της αύλακοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > клин
-
7 цилиндр
ο κύλινδρ/ος· *втулка - а το χιτώνιοη λαΐναнапр. в водяную рубашку τοποθετώ τον - ο σε χιτώνιο ύδατοςрасполагать - ы в ряд τοποθετώ τους - ους εν σειρά/σε σειράгидравлический - привода пресса с.-х. υδραυλικός - κίνησης πρέσαςкруговой - мат. κυκλικός ---печатный (по-лигр.) - εκτύπωσηςпрессующий мет. - συμπίεσης/πρεσαρίσματος- с водяной рубашкой (авто мех.) - με χιτώνιο ύδατοςтормозной - φρένου/πέδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цилиндр